- ημοσύνη
- ἡμοσύνη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) η εμπειρία στη βολή, στη ρίψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἥμων (< ἵημι «ρίχνω») + -οσύνη (πρβλ. ευγνωμοσύνη, μετριοφροσύνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμοσύνη — skill in throwing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγορ(ρ)ημοσύνη — ὀλιγορ(ρ)ημοσύνη, ἡ (Α) το να λέει κάποιος λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ρ(ρ)ημοσύνη, μέσω αμάρτυρου τ. *ολιγορρήμων (πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη)] … Dictionary of Greek